κοπρών — place for dung masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρῶν' — κοπρῶνα , κοπρών place for dung masc acc sg κοπρῶνι , κοπρών place for dung masc dat sg κοπρῶνε , κοπρών place for dung masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρῶνα — κοπρών place for dung masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρῶνας — κοπρών place for dung masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρῶνες — κοπρών place for dung masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρῶνι — κοπρών place for dung masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρῶνος — κοπρών place for dung masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρώνων — κοπρών place for dung masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρώνας — ο (ΑM κοπρών, ῶνος) [κόπρος (Ι)] 1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο 2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες νεοελλ. τόπος όπου σωρεύεται κοπριά που προορίζεται για λίπασμα αρχ. παροιμ. «εἰς κοπρῶνα θυμιᾱν» λέγεται … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek